- δυσαδελφος
- δυσάδελφοςδυσ-άδελφος2несчастный из-за своих братьев
(δυσαδελφόταται Ἀντιγονη τ΄ ἠδ΄ Ἰσμήνη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δυσαδελφόταται Ἀντιγονη τ΄ ἠδ΄ Ἰσμήνη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσάδελφος — δυσάδελφος, ον (Α) ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών αδελφών του … Dictionary of Greek
δυσαδελφόταται — δυσάδελφος unhappy in one s brothers fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάδελφοι — δυσάδελφος unhappy in one s brothers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)